ἔλεξε

ἔλεξε
λέγω 1
lay
aor ind act 3rd sg
λέγω 3
lay
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔλεξ' — ἔλεξα , λέγω 1 lay aor ind act 1st sg ἔλεξε , λέγω 1 lay aor ind act 3rd sg ἔλεξα , λέγω 3 lay aor ind act 1st sg ἔλεξε , λέγω 3 lay aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεύμα — το (ΑΜ νεῡμα) σημείο που δίνεται με κίνηση τού κεφαλιού, τών οφθαλμών ή τών χεριών, νόημα, γνέψιμο («καὶ ὁ χριστὸς ἔλεξε δαήμονι νεύματα πέμπων», Νόνν.) νεοελλ. (στη μουσική σημειογραφία) σημείο που τοποθετούσαν πάνω από τις συλλαβές οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… …   Dictionary of Greek

  • προΐσχω — Α 1. (για παιδιά που έπαιζαν το παιχνίδι ποσίνδα) κρατώ προς τα εμπρός 2. μέσ. προΐσχομαι α) τεντώνω προς τα εμπρός κάτι για υπεράσπισή μου («χεῑρας προϊσχομένους», Θουκ.) β) κρατώ ενώπιον κάποιου γ) προεξέχω δ) μτφ. προφασίζομαι («καὶ ξυγγένειαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”